αλληλοκατηγορούμαι

αλληλοκατηγορούμαι
(-έομαι)
κατηγορούμαι από κάποιον και συγχρόνως τόν κατηγορώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο-* + κατηγορώ (-ούμαι).
ΠΑΡ. νεοελλ. αλληλοκατηγορία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αλληλ(ο)- — [Α ἀλληλ(ο) ] Γλωσσ. α συνθετικό ουσιαστικών, επιθέτων και ρημάτων τόσο τής Αρχαίας όσο και της Νεοελληνικής, που προέρχεται από το θέμα της αρχαίας αλληλοπαθούς αντωνυμίας αλλήλων. Τα σύνθετα με το αλληλο αποτελούν λεξικοποιημένη δήλωση τής… …   Dictionary of Greek

  • αλληλοκατηγορία — η [αλληλοκατηγορούμαι] αμοιβαία κατηγορία, αμοιβαίος διασυρμός …   Dictionary of Greek

  • λοιδορώ — (Α λοιδορῶ, έω) υβρίζω, κακολογώ, σκώπτω, χλευάζω («τὸν ἀρχιερέα τοῡ Θεοῡ λοιδορεῑς», ΚΔ) αρχ. 1. επιπλήττω, επιτιμώ 2. μέσ. λοιδοροῡμαι, έομαι α) (με ενεργ. σημ.) κακολογώ, υβρίζω («μεθύων τε ταῑς πόρναισι λοιδορήσεται», Αριστοφ.) β) (ως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”